- ἰσοπερίμετρα
- ἰσοπερίμετροςof equal perimeterneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισοπερίμετρος — η, ο (Α ἰσοπερίμετρος, ον) αυτός που έχει ίση περίμετρο («ισοπερίμετρα σχήματα» επίπεδα σχήματα που έχουν την ίδια περίμετρο) … Dictionary of Greek